χολέρα

χολέρα
Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση, βαριά γενική κατάσταση μέχρι σοβαρής καρδιαγγειακής κατέρειψης. Η χ. είναι νόσος μεταδοτική και ενδημεί σε πολλές περιοχές των Ινδιών, γύρω από τον Γάγγη ποταμό: από τις εστίες αυτές κατά καιρούς εξαπλώνονται επιδημίες μικρές ή μεγάλες στις γειτονικές ή σε μακρινότερες χώρες, κυρίως σε αυτές που έχουν χαμηλή υγειονομική στάθμη και στερούνται συστημάτων ύδρευσης με υγιεινό νερό που ελέγχεται. Ο συνηθέστερος τρόπος διασποράς της χ. από τις ενδημικές εστίες είναι με τους μουσουλμάνους προσκυνητές και σήμερα, με τις τόσες ευκολίες των αεροπορικών συγκοινωνιών, και με ταξιδιώτες από τις περιοχές εκείνες. Με τέτοιο τρόπο μεταφέρθηκε η χ. το 1947 στην Αίγυπτο. Η τελευταία μεγάλη επιδημία που έφτασε μέχρι τα πρόθυρα της Ευρώπης, δηλαδή στη Μέση Ανατολή και στην Τουρκία, άρχισε το 1962 στην Ινδονησία και ακόμα, το 1973, βρίσκεται στην ακμή της στην Αφρική, χώρα που για πρώτη φορά γνωρίζει τη νόσο. Η προφύλαξη από τη χ. γίνεται με μέτρα που λαμβάνονται σε όλες τις χώρες που είναι μέλη της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, κατοχυρωμένα με διεθνείς συμβάσεις. Σε ενδημικές περιοχές και σε καιρό επιδημίας γίνεται αντιχολερικός εμβολιασμός. Γιατρός εξετάζει ασθενή με συμπτώματα χολέρας (φωτ.ΑΠΕ).
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χολέρη Α
λοιμώδες και επιδημικό νόσημα που οφείλεται στο βακτήριο Vibrio cholerae και συνοδεύεται από διάρροια και χολώδεις εμέτους
νεοελλ.
1. δερματοπάθεια που παρουσιάζεται στα δάχτυλα ορισμένων επαγγελματιών, όπως βυρσοδεψών κ.ά., υπό μορφή εκχυμώσεων, και εξελίσσεται σε πολύ οδυνηρές εξελκώσεις
2. υβριστικός χαρακτηρισμός γυναίκας πολύ άσχημης και πολύ κακής
3. φρ. α) «ημεδαπή χολέρα»
ιατρ. η χολερίνη
β) «χολέρα τών ορνίθων» ή «χολέρα τών πτηνών»
(κτην.) λοιμώδης μεταδοτική νόσος η οποία προσβάλλει τα οικιακά πτηνά, ιδίως τις όρνιθες, και οφείλεται σε βακτηρίδιο τού γένους παστερέλλα
αρχ.
1. ναυτία
2. φρ. «ξηρά χολέρα» — ισχυρή έμφραξη τής κοιλιάς κατά την οποία δεν εκκρίνονται ούτε κόπρανα ούτε ούρα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. όρος τού ιατρικού λεξιλογίου, ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ερ-α, όπως και άλλες ονομ. ασθενειών (πρβλ. ἴκτ-ερ-ος, ὕδ-ερ-ος). Κατά την αρχαιότητα η λ. ερμηνευόταν ως παρ. τής λ. χολή* ή τής λ. χολάς*, άποψη η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική πλευρά. Αντίθετα, η άποψη νεώτερων μελετητών, σύμφωνα με την οποία η λ. χολέρα μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *ghal- «ζημιά, βλάβη, σπάσιμο» και να συνδεθεί με το αρχ. ιρλδ. galar «αρρώστια, λύπη» και το χεττιτ. kallar «κακός, άσχημος», δεν θεωρείται πιθανή, λόγω τού ότι η σημ. τού ελλ. όρου είναι πολύ πιο συγκεκριμένη και ειδική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χολέρα — χολέρᾱ , χολέρα cholera fem nom/voc/acc dual χολέρᾱ , χολέρα cholera fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρᾳ — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρα — η 1. μολυσματική ασθένεια. 2. μτφ., ασχημομούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολέρας — χολέρᾱς , χολέρα cholera fem acc pl χολέρᾱς , χολέρα cholera fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραι — χολέρᾱͅ , χολέρα cholera fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραν — χολέρᾱν , χολέρα cholera fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέραις — χολέρα cholera fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρη — χολέρα cholera fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρην — χολέρα cholera fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέρης — χολέρα cholera fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”